- τοξοθήκη
- τοξοθήκηbowcasefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοξοθήκη — η, Ν θήκη τόξου ή βελών, φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + θήκη] … Dictionary of Greek
τοξοθήκην — τοξοθήκη bowcase fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CORYTOS — apud Papinium Statium, l. 4. Theb. v. 269. trux laevâ sonat arcus et aspera plunus Terga, Cydonaea corytos arundine pulsat: pro pharetra, uti capit Lutatius. Et sic Maro, l. 10. Aen. v. 169. Coritique leves humeris, et letifer arcus. Alias theca… … Hofmann J. Lexicon universale
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
συβήνη — ἡ, Α 1. θήκη αυλού 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «συβήνη τοξοθήκη» β) «συβήνη ναυτικός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η σημ. τής λ. (πρβλ. τόξον) όσο και η μορφή της (πρβλ. σαγήνη) οδηγούν στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek